- ἀνωφελοῦς
- ἀνωφελήςunprofitablemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
выситисѧ — ВЫ|СИТИСѦ (19), ШОУСѦ, СИТЬСѦ гл. 1. Подниматься высоко вверх: и чс҃тьнɤю ѡнѹ грамотицю на выс˫ащиіс˫а пламы възверьгохъ. (τῆς ἀνωφελοῦς... φλογὸς!) ЖФСт XII, 152. 2. Перен. Возвышаться; выделяться высокими качествами: Да тако по малу преходѩще и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… … Dictionary of Greek